ωμόλινος

ωμόλινος
-η, -ο / ὠμόλινος, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από ακατέργαστο λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -λινος (< λίνον «λινάρι»), πρβλ. ἀκρό-λινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠμόλινον — raw flax neut nom/voc/acc sg ὠμόλινος made of raw flax masc/fem acc sg ὠμόλινος made of raw flax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • κὠμολίνου — ὠμολίνου , ὠμόλινον raw flax neut gen sg ὠμολίνου , ὠμόλινος made of raw flax masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμολίνοις — ὠμόλινον raw flax neut dat pl ὠμόλινος made of raw flax masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμολίνου — ὠμόλινον raw flax neut gen sg ὠμόλινος made of raw flax masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμολίνων — ὠμόλινον raw flax neut gen pl ὠμόλινος made of raw flax masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμολίνῳ — ὠμόλινον raw flax neut dat sg ὠμόλινος made of raw flax masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόλινα — ὠμόλινον raw flax neut nom/voc/acc pl ὠμόλινος made of raw flax neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”